διεθνιστής

διεθνιστής
-ίστρια
οπαδός τού διεθνισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διεθνιστής — ο οπαδός του διεθνισμού: Είναι διεθνιστής και ανήκει σε αριστερό κόμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Workers Revolutionary Party (Greece) — Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα Ergatiko Epanastatiko Komma Workers Revolutionary Party Leader Savvas Mihail Founded 1985 …   Wikipedia

  • Κρέμερ, Γουίλιαμ Ράνταλ — (Sir William Randal Cremer, Γουιλτσάιρ Αγγλίας 1838 – Λονδίνο 1908). Άγγλος πολιτικός και διεθνιστής. Ξεκίνησε να εργάζεται από παιδί, ως μαθητευόμενος σε κάποιο ναυπηγείο. Το 1852 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου άσκησε το επάγγελμα του ξυλουργού …   Dictionary of Greek

  • κοσμοπολίτης — ο θηλ. ισσα ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου, διεθνιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”